τυλῶδες

τυλῶδες
τυλώδης
callous
masc/fem voc sg
τυλώδης
callous
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυλώδης — ες / τυλώδης, ῶδες, ΝΜΑ [τύλη/τύλος] όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες εξόγκωμα» β. «ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», Πλούτ.) νεοελλ. 1. γεμάτος τύλους («τυλώδες χέρι») 2. φρ. «τυλώδες έλκος» ιατρ. έλκος με παλιά και σκληρά χείλη, λόγω… …   Dictionary of Greek

  • εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • κάμηλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • οστεότυλος — ο ιατρ. τυλώδες εξόγκωμα οστού …   Dictionary of Greek

  • τυλώνω — τυλῶ, όω, ΝΜΑ [τύλη/τύλος] νεοελλ. γεμίζω κάτι έως επάνω, υπερπληρώνω («τήν τύλωσε» [ενν. την κοιλιά] έφαγε μέχρι σκασμού) 2. μτφ. καθιστώ μια γυναίκα έγκυο, γκαστρώνω μσν. αρχ. καθιστώ κάτι τυλώδες, τό γεμίζω με τύλους, σκληρύνω («τυλοῑ τὸ στόμα …   Dictionary of Greek

  • δρομάδα — (dromas). Κοινή ονομασία του θηλαστικού κάμηλος η δρομάς. Πρόκειται για αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της υπόταξης των τυλοπόδων ζώων. To σώμα της καλύπτεται από κοντό, κιτρινέρυθρο τρίχωμα με ποικίλες αποχρώσεις, το οποίο γίνεται πιο πυκνό και μακρύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”